- ράδαμος
- ὁ, Αβλ. ῥάδαμνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek
ραδαμεί — Α [ῥάδαμος] (κατά τον Ησύχ.) «βλαστάνει» … Dictionary of Greek
ՇԱՌԱՒԻՂ — (ի, աց.) NBH 2 0466 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 11c, 13c գ. ՇԱՌԱՒԻՂ կամ ՇԱՌԱՒԵՂ. (լծ. լտ. սու՛ռգուլուս ). φυή , βλαστός germen παραφύας, ἕκφυσις, μόσχευμα surculus, propago ῤάδαμος ramus κλών ramulus ὄρπηχ stolo, virga. Ստեղն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)